θεόπαις

θεόπαις
θεόπαις, ὁ, ἡ (AM)
παιδί θεού
μσν.
(για τη θεοτόκο) τέκνο τού θεού («ἡ θεόπαις Μαριάμ»)
αρχ.
φρ. «θεόπαις Βαθυλών» — η θεϊκή Βαβυλώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -παις (< παις), πρβλ. αεί-παις, καλλί-παις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεόπαις — child of the gods masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόπαιδα — θεόπαις child of the gods masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόπαιδι — θεόπαις child of the gods masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόπαιδος — θεόπαις child of the gods masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”